αναφρόδιτος — η, ο (Α ἀναφρόδιτος, ον) [Αφροδίτη] εκείνος που πάσχει από αναφροδισία νεοελλ. εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία αρχ. 1. άτυχος στον έρωτα 2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα … Dictionary of Greek
ἀναφρόδιτος — ἀναφρόδῑτος , ἀναφρόδιτος without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφρόδιτον — ἀναφρόδῑτον , ἀναφρόδιτος without masc/fem acc sg ἀναφρόδῑτον , ἀναφρόδιτος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
anafrodita — (Del gr. anaphroditos < an, privativo + Aphrodite, Afrodita, divinidad griega.) ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino Que se abstiene del placer sexual. * * * anafrodita (del gr. «anaphróditos») adj. y n. Se aplica al que carece de apetito … Enciclopedia Universal
ακύθηρος — ἀκύθηρος, ον (Α) ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης] … Dictionary of Greek
αναφροδισία — η (Α ἀναφροδισία) [αναφρόδιτος] έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη … Dictionary of Greek
ανεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδιτος, ον (Α) [επαφρόδιτος] ο αναφρόδιτος* … Dictionary of Greek
ἀναφροδίτου — ἀναφροδί̱του , ἀναφρόδιτος without masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφροδίτους — ἀναφροδί̱τους , ἀναφρόδιτος without masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφρόδιτοι — ἀναφρόδῑτοι , ἀναφρόδιτος without masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
anafrodita — (Del gr. ἀναφρόδιτος). adj. p. us. Dicho de una persona: Que carece de apetito sexual. U. t. c. s.) … Diccionario de la lengua española